- εποδύρομαι
- ἐποδύρομαι (AM) [οδύρομαι]θρηνώ για κάτι ή για κάποιον («μὴ εποδύρου μου, Μήτερ, καθορώσα εν τάφῳ»)·
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπωδύρατο — ἐποδύρομαι bewail plup ind mp 3rd pl (epic) ἐπωδύ̱ρατο , ἐποδύρομαι bewail aor ind mp 3rd sg ἐποδύρομαι bewail plup ind mp 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀποδύρωμαι — ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly aor subj mp 1st sg ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly pres subj mp 1st sg ἀποδύ̱ρωμαι , ἀποδύρομαι lament bitterly aor subj mid 1st sg ἐποδύ̱ρωμαι , ἐποδύρομαι bewail aor subj mp 1st sg ἐποδύ̱ρωμαι … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποδύρεται — ἐποδύ̱ρεται , ἐποδύρομαι bewail aor subj mp 3rd sg (epic) ἐποδύ̱ρεται , ἐποδύρομαι bewail pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποδύρου — ἐποδύ̱ρου , ἐποδύρομαι bewail pres imperat mp 2nd sg (attic epic doric) ἐποδύ̱ρου , ἐποδύρομαι bewail imperf ind mp 2nd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεποδύρομαι — Μ [ἐποδύρομαι] θρηνώ κι εγώ μαζί με άλλους … Dictionary of Greek
κἀποδύρασθαι — ἀποδύ̱ρασθαι , ἀποδύρομαι lament bitterly aor inf mp ἀποδύ̱ρασθαι , ἀποδύρομαι lament bitterly aor inf mid ἐποδύ̱ρασθαι , ἐποδύρομαι bewail aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποδυρομένης — ἐποδῡρομένης , ἐποδύρομαι bewail pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποδυρόμεναι — ἐποδῡρόμεναι , ἐποδύρομαι bewail pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποδύρεσθαι — ἐποδύ̱ρεσθαι , ἐποδύρομαι bewail pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποδύρονται — ἐποδύ̱ρονται , ἐποδύρομαι bewail pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)